Σας καλωσορίζουμε στο Radio Notes Magazino News - Όλες οι μεγάλες επιτυχίες παίζονται & διαβάζονται εδώ

Προβολέs Σελίδαs

Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

ΑΦΙΕΡΩΜΑ || ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ || RADIONOTES.EU MAGAZINO



Με σεβασμό στη μνήμη του Στέλιου Καζαντζίδη,




"Υπάρχω, εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματά σας, την πίκρα της ξενιτιάς, το μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας. Και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού. Γιατί μόνο στην καρδιά του λαού ζω. Εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γεννήθηκα, εκεί θα πάψω κάποτε να υπάρχω! Σας ευχαριστώ ".


Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία Αττικής και ήταν γιος του Χαράλαμπου Καζαντζίδη με καταγωγή από τα Κοτύωρα (σημ. Ορντού) του Πόντου και της Γεσθημανής (Χατζίδαινας) με καταγωγή από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. 


Ο Στέλιος Καζαντζίδης βγήκε στο μεροκάματο από 14 ετών. Έκανε διάφορα επαγγέλματα. Εργάσθηκε στο υφαντουργείο "Έσπερος", σε οικοδομές και εργοστάσια. 


Ο έφηβος Καζαντζίδης (13 ετών) αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές.


Μεγαλώνοντας, δούλεψε σ' ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Μία μέρα, τον φωνάζει το αφεντικό του και του λέει ότι έχει καταπληκτική φωνή και του κάνει δώρο μία κιθάρα. Ο Στέλιος, όσες ώρες δεν δούλευε, καθόταν στο σπίτι και προσπαθούσε να μάθει τραγούδια στην κιθάρα. Μια μέρα, κάποιος περαστικός τον άκουσε και του πρότεινε να τραγουδήσει στην ταβέρνα του.Ο Μάνθος Βενέτης, μηχανικός αεροπλάνων που δούλευε στην αεροπορική βάση Φαλήρου, περνούσε τυχαία έξω από το σπίτι του Στέλιου Καζαντζίδη- μόλις είχε γυρίσει από την δουλειά και κλεισμένος στο δωμάτιό του, σιγοτραγουδούσε γρατζουνώντας την κιθάρα του, ενώ η μητέρα του υποδεχόταν τον απρόσμενο επισκέπτη: «Ο γιος σας κυρία μου έχει μια φωνή που δεν πρέπει να υπάρχει άλλη όμοιά της στον κόσμο! Φωνάξτε τον, σας παρακαλώ, να τον γνωρίσω». Εκείνο τον καιρό, ο Μάνθος Βενέτης, για να συμπληρώσει το εισόδημά του, έπαιζε μπουζούκι τα Σαββατοκύριακα σε διάφορες ταβέρνες. Πρότεινε λοιπόν στον δεκαεννιάχρονο πια Στέλιο, να συνεργαστούν κι έτσι το βάπτισμα του πυρός έγινε στην ταβέρνα του Τηλέμαχου. Σύντομα το συγκρότημα αλλάζει στέκι και μεταφέρεται στο υπόγειο του Βουτσά στην Καλογρέζα, με υψηλότερο μεροκάματο. Αλλά κι εκεί δεν έμειναν για πολύ. Η φήμη τους ταξίδευε πλέον πολύ γρήγορα κι έτσι βρέθηκαν σ' ένα μαγαζί στην Κηφισιά, μ' ένα καινούργιο μέλος στην παρέα, τον τυφλό Στελιο Χρυσίνη, συνθέτη και μαέστρου τότε της Columbia. Είναι ο άνθρωπος που δίδαξε στον Στέλιο τα πάντα γύρω από την τέχνη του τραγουδιού. Από την Φωλιά της Κηφισιάς, το συγκρότημα Βενέτη, Χρυσίνη, Καζαντζίδη, επιστρέφει στο Ακρωτήρι της Νέας Ιωνίας κι από κει στο Γαλάτσι, όπου καταφθάνουν πλέον, για να ακούσουν την καινούργια καθαρή λαϊκή φωνή, άνθρωποι από κάθε γωνιά της Αθήνας! 


Στο Ακρωτήρι συχνάζει και ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, που εκείνη την εποχή υπηρετούσε την θητεία του στο ναυτικό. Η φιλία τους θα κρατήσει πολλά χρόνια, ως τη δολοφονία του «ναύτη», από το καθεστώς των συνταγματαρχών. Μετά το Γαλάτσι, ακολουθεί η Νέα Φιλαδέλφεια. Στο κέντρο Θείος ο Στέλιος εμφανίζεται μαζί με το διάσημο τότε συγκρότημα του Γεράσιμου Κλουβάτου. Τ' όνομά του συζητιέται παντού. Η απόσταση από την δόξα ολοένα και μικραίνει. Και οι προσφορές για καλύτερο μεροκάματο είναι φυσικά αναμενόμενες. Κάπως έτσι βρίσκεται στη περίφημη Χαβάη του Νέου Ηρακλείου.



Στην ταβέρνα Μπόκαρη 

Η "Κυρία Δήμαρχος" με πρωταγωνίστρια τη Γεωργία Βασιλειάδου δεν είναι μόνο μια από τις κορυφαίες κωμωδίες του ελληνικού σινεμά αλλά είχε το προνόμιο να φιλοξενήσει στα πλάνα της τον αδιαφιλονίκητο βασιλιά του λαϊκού τραγουδιού, Στέλιο Καζαντζίδη, στα χρόνια της ακμής του. Τα πλάνα στην ταβέρνα της υποψηφίου δημάρχου κινηματογραφήθηκαν το 1960 στην γνωστή ταβέρνα του Μπόκαρη στην Κηφισιά, γνωστή και ως ταβέρνα των καλοφαγάδων. Το ιστορικό αυτό μαγαζί ήταν χώρος οικείος για τον Στέλιο. Εδώ τραγούδησε στις αρχές της καριέρας του, αφού πρώτα δοκιμάστηκε στην ταβέρνα του Τηλέμαχου στη Νέα Ιωνία και στο υπόγειο του Βουτσά στην Καλογρέζα.




Στην ταινία εμφανίζεται με την κιθάρα του να τραγουδά μαζί με την Μαρινέλλα πλαισιωμένος από τους πραγματικούς συνεργάτες του και όχι από κομπάρσους όπως συνηθιζόταν αργότερα στις ελληνικές ταινίες. Δίπλα στο σπουδαίο τραγουδιστικό ζευγάρι διακρίνουμε τον σολίστα του μπουζουκιού Γιαννάκη Αγγέλου, τον βιολιστή Στέλιο Λαζάρου, και πίσω τους τον ακορντεονίστα Γιώργο Κουλαξίζη, τον τυφλό μαέστρο και κιθαρίστα Στέλιο Χρυσίνη και τον νεαρό τότε ντράμερ Μέμο Κυριαζή, κουμπάρο του Καζαντζίδη.





 Τον Ιούνιο του 1952 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο, απογοητεύεται όμως γρήγορα από την απήχησή του. Ηταν το κομμάτι του Απόστολου Καλδάρα, "Για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα". «Ούτε άρεσε, ούτε πουλήθηκαν δίσκοι. Ο καιρός περνούσε, ο δίσκος δεν πουλιότανε. Πέρασα τη μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής μου».





Με το δεύτερό του όμως δισκάκι και το τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου, "Οι Βαλίτσες", αρχίζει να χτίζεται ο θρύλος. «Τα έξι πρώτα τραγούδια που τραγούδησε ο Καζαντζίδης είναι δικά μου. Μα οι Βαλίτσες έχουν μια ιστορία. Επαιζα τότε το 1949 με 1950, στην Τριάνα του Χειλά» θυμάται ο Γιάννης Παπαϊωάννου. «Κάποιος από την κομπανία είχε προηγούμενα με τον Χειλά. Δεν τα πήγαινε καλά. Ενα βράδυ πριν αρχίσει η δουλειά παρεξηγηθήκανε. Ολο το βράδυ που παίζαμε στο πάλκο, έλεγε αυτός ότι, «θα πάρω τις βαλίτσες και θα φύγω από το μαγαζί». Το είπε πενήντα φορές μέχρι να σκολάσουμε. Μου μπήκε μια ιδέα για τις βαλίτσες που έλεγε αυτός. Εγραψα μόνο μια λέξη. Εγραψα στο πακέτο με τα τσιγάρα «Βαλίτσες». Το έδωσα στον στιχουργό Μάνεση και το' φτιαξε. Αλλο θέμα. Από τις βαλίτσες ξεκίνησε αυτό το τραγούδι και μ' αυτό ήταν τυχερό να ξεκινήσει και ο Καζαντζίδης». Τα τραγούδια του γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία κι όπου κι αν εμφανίζεται δημιουργείται το αδιαχώρητο: "Θείος", "Μπερτζελέτος", "Ζέφυρος" , "Ροσινιόλ".




Την τριετία 1953-1956, τον συνοδεύουν στους δίσκους και στα κέντρα, η Ρένα Στάμου, η Βιολέτα, η Μαίρη Γρίλλη και η Καίτη Γκρέυ. Η τελευταία, παρά τις πρόσφατες τηλεοπτικές υστερίες που προκάλεσε το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού με τις περίφημες ηχογραφημένες συνομιλίες της Θάσου, έχει σίγουρα κρατήσει άσβεστες τις μνήμες από την εποχή του μεγάλου τους έρωτα. Ενας δίσκος της μάλιστα, από την τελευταία κι όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη φάση της καριέρας της, τιτλοφορείται: Οταν ακούω Καζαντζίδη.



Ο αρραβώνας τους με την Καίτη Γκρέυ (είχαν γνωριστεί στο μαγαζί του Κλουβάτου κι ο έρωτας ήταν ακαριαίος), διαλύθηκε το 1956, μόλις είχαν ηχογραφήσει το προφητικό για τη σχέση τους κομμάτι του Μανώλη Χιώτη, "Απόψε φίλα με". Το άστρο του όμως έχει αρχίσει να κινείται με ταχύτητα φωτός, οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη: Βύθισέ μου το μαχαίρι (Κλουβάτου), Επεσα έξω (Μητσάκη), Εχτές αργά το δειλινό (Παπαϊωάννου). «Τα τραγούδια τότε ήταν αληθινές ιστορίες των ανθρώπων, γιατί οι στιχουργοί γράφανε με βάση την καθημερινότητα, τα προβλήματα του τόπου, ενώ τώρα δεν ξέρω με ποια κριτήρια γράφονται τα σημερινά τραγούδια, γι' αυτό και δε μένουν». (Οκτώβριος 1992, στην εκπομπή του Πάνου Γεραμάνη, Λαϊκοί Βάρδοι- ΕΡΑ 2)




Το 1957 γνωρίζει στη Θεσσαλονίκη τη Μαρινέλλα και γίνονται καλλιτεχνικό ζευγάρι. Γνωρίζουν τεράστια απήχηση από τις πρώτες κιόλας ηχογραφήσεις τους

("Η πρώτη σου αγάπη είμαι εγώ" και "Νίτσα, Ελενίτσα" του Γιώργου Μητσάκη) και καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Μαζί μεγαλούργησαν καλλιτεχνικά στη δισκογραφία και σε διάφορες ζωντανές εμφανίσεις.





Τον Οκτώβρη του 1965, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα και Μανώλης Αγγελόπουλος προετοιμάζουν συναυλίες, που τελικά δεν θα πραγματοποιηθούν, αφού λίγους μήνες αργότερα ο Καζαντζίδης πήρε τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα. Αιτία είναι η αποστροφή του για την κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά κέντρα. Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα αναφέρει πως μόνο στο μαγαζί που ο Καζαντζίδης δούλευε απαγορευόταν (από τον ίδιο φυσικά) οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών. Η αποχώρηση του Καζαντζίδη από το πάλκο τo 1965 ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποτελεί την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας..


Μετά τη μεταπολίτευση κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Στην Ανατολή», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Περιελάμβανε σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «Άπονες Εξουσίες», «Και δεν μίλησε κανείς», «Στην Ανατολή», που όμως δεν ακούστηκαν όσο θα έπρεπε. Το 1975 ήρθε το «Υπάρχω», σε συνεργασία με τους Νικολόπουλο και Πυθαγόρα και το Γιώργο Νταλάρα να σιγοντάρει. Στην πιο μεστή και δυνατή δισκογραφική στιγμή της καριέρας του ο Καζαντζίδης αποσύρεται και από τις ηχογραφήσεις. Η κόντρα του με τη Μίνως έλαβε πανελλήνιες διαστάσεις. Εν τέλει, το 1987, με ειδική νομοθετική ρύθμιση έμεινε ελεύθερος με την ΜΙΝΟΣ. Ο επόμενος δίσκος -στην «ΜΙΝΟΣ»- με τίτλο «Στον δρόμο της Επιστροφής», ξεπερνά σε πωλήσεις -μόνο στην ελληνική αγορά- τις 400.000 χιλιάδες. 


Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα και τον ποδοσφαιριστή Μίμη Παπαϊωάννου φτάνουν στη Γερμανία για συναυλίες. Η υποδοχή που τους επιφυλάσσουν οι ομογενείς είναι συγκινητική. Μαζί τους ο νεαρός -τότε- δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Χρήστος Νικολόπουλος. Την ίδια εποχή ο Καζαντζίδης και ο Χρήστος Κολοκοτρώνης (μουσική και στίχους αντίστοιχα) δημιούργησαν τον ύμνο της ΑΕΚ που ερμήνευσε ο Παπαϊωάννου: "Νικήστε, νικήστε".





Είχε προηγηθεί στα 1959 δικαστική διαμάχη του Καζαντζίδη με την δισκογραφική εταιρεία COLUMBIA, με αφορμή τις μεγάλου μεγέθους πωλήσεις του τραγουδιού "Μαντουμπάλα", πωλήσεις ρεκόρ, που την εποχή εκείνη άγγιξαν τις 100.000. Στην άλλη όψη του ίδιου δίσκου περιλαμβάνεται το "Δυο πόρτες έχει η ζωή", σε μουσική του ίδιου του Καζαντζίδη και στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Παρά τις χωρίς προηγούμενο πωλήσεις και τη στιγμή που η εταιρεία έβγαζε εκατομμύρια από το συγκεκριμένο δισκάκι, ο ίδιος ο τραγουδιστής πήρε λιγότερες από 1000 δραχμές. Αυτό συνέβη καθώς οι τραγουδιστές τότε πληρώνονταν ένα εφάπαξ ποσό για τον κάθε δίσκο και δεν λάμβαναν ποσοστά από τις πωλήσεις. Στον Καζαντζίδη χρωστούν πολλά οι σύγχρονοι τραγουδιστές, αφού πρώτος αυτός διεκδίκησε για τον κλάδο του ποσοστά και η προσπάθειά του είχε θετικό αποτέλεσμα. 




Στα 1969 αποφασίζει να αποσυρθεί για περίπου δύο χρόνια από τη δισκογραφία. Τότε είναι που κάνει και την προσπάθεια να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία, την "STANDAR" αλλά τα κατεστημένα συμφέροντα και η λογοκρισία στα χρόνια της Χούντας των Συνταγματαρχών δεν τον αφήνουν. Την ίδια μοίρα είχαν και οι όποιες άλλες επιχειρηματικές κινήσεις, όπως η εκτροφή βατράχων, το ούζο "Υπάρχω" που κυκλοφόρησε αργότερα κτλ.



Στα τέλη του 1975 έρχεται ο δίσκος "Υπάρχω". Χρήστος Νικολόπουλος και Πυθαγόρας υπογράφουν την αποχώρηση του Στέλιου από τη δισκογραφία για δώδεκα χρόνια. Ακολουθεί ο δίσκος "Ελεύθερος" στην Polygram. Οι δίσκοι του γίνονται χρυσοί και πλατινένιοι κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων.







Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα». 




Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών, νικημένος από την επάρατη νόσο.


🔸 Σήμερα, το όνομά του φέρουν οδοί στην Θεσσαλονίκη, την Λάρισα, τα Ιωάννινα, την Νέα Αλικαρνασσό Ηρακλείου και την Κύπρο.




Με σεβασμό στη μνήμη του Στέλιου Καζαντζίδη!



Πηγή

Πηγή

Πηγή 

Πηγή (βιβλία, σημειώσεις, αποκόμματα εφημερίδων εποχής και μνήμες, συζητήσεις)